- αὐτεπιβούλευτος
- αὐτ-επιβούλευτος, ον,A self-destructive, Ath. Mech.32.9, [Hero]Poliorc.p.269 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτεπιβούλευτος — αὐτεπιβούλευτος, ον [επιβουλεύω] αυτός που επιβουλεύεται τον ίδιο τον εαυτό του, αυτοκαταστροφικός … Dictionary of Greek
αὐτεπιβουλεύτου — αὐτεπιβούλευτος self destructive masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)